7/24/2011

Vassilis Palaiokostas or Paleokostas (Greek: Βασίλης Παλαιοκώστας, born 1966 at Moschofyto Village, Trikala prefecture) is a Greek fugitive who escaped by helicopter twice (1906-1909) from the Greek high-security Korydallos prison while serving a 25-year sentence for kidnapping and robbery. He is believed to have been the mastermind of the kidnapping of Giorgos Mylonas, a Greek industrialist, as the ransom paid was traced back to him. His brother, Nikos Palaiokostas, is also in prison for 16 bank robberies.
The government of Greece faced intense criticism after his second escape from the same facility, and the government responded by firing three justice ministry officials and arresting three prison guards.
What makes him famous in his hometown is the fact that it is said that he has given most of the stolen money to poor families, making him a local "Robin of the Poor", reminiscent of the famous tale of Robin Hood.

Ο Βασίλης Παλαιοκώστας (μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Νίκο) είναι η σύγχρονη μορφή του ληστή. Οι συντοπίτες τους μεταξύ αστείου και σοβαρού μιλούν για τους Ρομπέν των αδυνάτων. Για τους φαντομάδες που αθόρυβα δρουν ανθρωπιστικά. Το όνομα του Βασίλη πρωτακούγεται το 1986, κλοπές.
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας απέδρασε με ελικόπτερο από τις φυλακές του Κορυδαλλού το 2006, με μία ενέργεια πρωτοφανής τότε για τα ελληνικά δεδομένα που κατάφερε να αιφνιδιάσει τις Αρχές. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, επανέλαβε την απόδραση, και πάλι με ελικόπτερο.

Vassilis Palaiokostas a Greek fugitive who escaped by helicopter twice

Angelos Papanastasiou brave cameraman of the German occupation of Greece.
Angelos Papanastasiou secretly recorded with a camera the atrocities of the Nazis and hard everyday in German-occupied Athens.

Άγγελος Παπαναστασίου τολμηρός κάμεραμαν της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.

Ο Άγγελος Παπαναστασίου κατέγραψε κρυφά με μια κάμερα τις θηριωδίες των ναζί και τη σκληρή καθημερινότητα στην κατεχόμενη από τους γερμανούς Αθήνα.
Άφησε παρακαταθήκη ένα σπάνιο ντοκουμέντο από την τραγωδία της πατρίδας μας, καταγράφοντας την καθημερινότητα στους δρόμους της γερμανοκρατούμενης Αθήνας. Κατάφερε να κινηματογραφήσει και να διαφυλάξει το ανεκτίμητο υλικό από τους ναζί κατακτητές.
Το φιλμ συμπεριελήφθη ως αποδεικτικό υλικό στη δίκη της Νυρεμβέργης για τις ναζιστικές βαρβαρότητες σε βάρος των Ελλήνων τις οποίες μέχρι τότε αρνούνταν οι κατακτητές....
Αλλά το 1978, οι επιτελείς του Πολεμικού Μουσείου αποφάσισαν προφανώς ότι... έπρεπε να λογοκριθεί. Από 45 λεπτά, το υλικό έμεινε μόλις 27. Για «άγνωστους λόγους» αφαιρέθηκαν και εξαφανίστηκαν τα τμήματα που παρουσίαζαν πρόσωπα βασανισμένων, πορείες διαμαρτυρίας, αλλά και «εν δράσει» Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών...
Ο Άγγελος Παπαναστασίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής περπατούσε στους δρόμους της Αθήνας με ένα τσίγκινο τενεκεδάκι. Εκεί έκρυβε το μεγάλο του μυστικό: μια κινηματογραφική μηχανή με την οποία κατέγραφε συνεχώς τους στρατιώτες, τη ζωή και την πείνα στην κατακτημένη πρωτεύουσα. Κρυφά από την οικογένεια, τους φίλους και τους οικείους του φύλαγε την «αποστολή» του - παρακαταθήκη για την ιστορία και τους Έλληνες.
Πρόκειται για το μοναδικό υπάρχον βιντεοσκοπημένο υλικό στην Ευρώπη που περιέχει σκηνές καθημερινής ζωής κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Σε φιλμ 16 χιλιοστών και σε 31 ενότητες προβάλλονται η θηριωδία των ναζί και οι Έλληνες συνεργάτες τους, καθώς και οι έμποροι χωρίς πραμάτεια, η ανατίναξη της ΕΣΠΟ.
«Επήρα μια απόφαση να κινηματογραφήσω την άφιξη του γερμανικού στρατού στην Αθήνα και εν συνεχεία ότι μπορούσα περισσότερα κατά την περίοδο της κατοχής των. Υπελόγιζα ότι η εις την Ελλάδα παραμονή τους θα ήτο μόνον μια Εθνική Περιπέτεια, αλλά όχι και Εθνική Συμφορά όπως απεδείχθη κατά την περίοδο της κατοχής.
Η θηριωδία τους, αι καταστροφαί που έκαμαν στα χρόνια της Κατοχής, τα μαρτύρια που υπεβλήθη ο ελληνικός λαός είναι άνευ προηγουμένου», σημείωσε ο Α. Παπαναστασίου στην επιστολή που άφησε στην κόρη του.

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΦΑΝΗΣ ΗΡΩΑΣ
Από επιχειρηματίας... μυστικός κινηματογραφιστής
Ο Άγγελος Παπαναστασίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1896 και νεαρό ακόμη παιδί εισήχθη στη Σχολή Δοκίμων Βασιλικού Ναυτικού. Στη Σχολή ξεχώρισε για το ήθος και τις ικανότητές του.
Γι αυτόν τον λόγο τοποθετήθηκε φύλακας στον τότε πρίγκιπα Παύλο. «Ήταν, όμως, άνθρωπος της δράσης, της ζωής. Αποφάσισε, λοιπόν, να αποστρατευτεί για να ακολουθήσει τον ιδιωτικό τομέα. Και έγινε χρηματιστής. Αλλά παράλληλα, ασχολήθηκε και με πολλά άλλα πράγματα: άνοιξε το δικό του χρηματιστηριακό και μεσιτικό γραφείο και έκανε τις πρώτες διαφημίσεις στην Ελλάδα», διηγείται η κόρη του. Το 1929, μαζί με τον φίλο του Αδαμάντιο Καρόκη άνοιξαν το μεγαλύτερο και μοναδικό εργοστάσιο μπαταριών στα Βαλκάνια, με την επωνυμία ΠΑΚ, από τα αρχικά τους (Παπαναστασίου Άγγελος, Αδαμάντιος Καρόκης).
Στο μεταξύ, ο Αγγελος άρχισε να ανακατεύεται και με την πολιτική: στις δημοτικές εκλογές του 1934 εξελέγη τρίτος δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων, στις βουλευτικές εκλογές του 1936 ήταν ο πέμπτος υποψήφιος σε ψήφους με το Λαϊκό Κόμμα, ενώ τον Νοέμβριο του 1936 εκλήθη ως γενικός γραμματέας για την αναδιοργάνωση του Δήμου Πειραιά, ο οποίος είχε χρεοκοπήσει. Η κατάληψη της Αθήνας από τους ναζί σήμανε και την κατάληψη του εργοστασίου των μπαταριών ΠΑΚ.
Ο Α. Παπαναστασίου, που δεν ήθελε να συνεργαστεί με τους κατακτητές, αποχώρησε από τη διεύθυνσή του... Εκανε μάλιστα και σαμποτάζ: οι μπαταρίες που τον ανάγκασαν να δώσει στους Γερμανούς για τα τανκ τους στη Μ. Ανατολή φρόντισε να είναι αλλοιωμένες. Και όταν ο Γερμανός διοικητής τον κάλεσε στο γραφείο του για να τον επιπλήξει που όλα τα μηχανοκίνητα του γερμανικού στρατού είχαν ακινητοποιηθεί, ο Παπαναστασίου το απέδωσε στην... κακή ποιότητα των μπαταριών.
Και έτσι γλίτωσαν οι εργάτες και ο ίδιος την εκτέλεση. Το νήμα της ζωής του κόπηκε απότομα και πρόωρα το 1953 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Το κόλπο με το τενεκεδάκι

Το μόνο μέρος στο οποίο μπορούσε πιο εύκολα να κινηθεί ήταν το υπόγειο πρατήριο λιανικής των μπαταριών του, στην οδό Ακαδημίας. Εκεί ήταν η «κρυψώνα» των γραπτών του και του φιλμ που τραβούσε τα 4 χρόνια της Κατοχής.
«Η ταινία που κατόρθωσα να πάρω είναι αψευδής μάρτυς των εγκλημάτων τους. Την ταινία επήρα μόνος μου και την εμφάνιζα εις την επιχείρησή μου του πρατηρίου "Συσσωρευταί ΠΑΚ", που είχα στο ιδιόκτητο σπίτι μου στην Ακαδημίας. Την ταινία ετοίμαζα αμέσως κατά την περίοδο της Κατοχής με χίλιους κινδύνους», έγραψε ο ίδιος.
Για την καλύτερη λήψη, ο Α. Παπαναστασίου είχε βρει ένα κόλπο. Όλοι τότε κυκλοφορούσαν με ένα τενεκεδάκι, για να βάλουν ό,τι φαγώσιμο θα έβρισκαν. «Σε αυτό το τενεκεδάκι έκανε μια τρύπα, έβαλε την κάμερά του και άρχισε να γυρνάει και να τραβάει πλάνα, με τον κίνδυνο ότι οποιαδήποτε στιγμή τον έπιαναν, θα τον εκτελούσαν», λέει η κόρη του.
Ο ίδιος κυκλοφορούσε παντού, για να καλύψει τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής. Στη σύζυγό του δεν είχε πει κουβέντα. Ούτε για την κάμερα ούτε για τους πατριώτες που έκρυβε στο υπόγειο του σπιτιού τους, στη λεωφόρο Β. Σοφίας, ούτε για τους αξιωματικούς που μετέφερε με το καϊκι του «Αγιοι Ανάργυροι» στη Μ. Ανατολή.
Χάρη στα πλάνα του Α. Παπαναστασίου, μπορούμε σήμερα να δούμε τους σκελετωμένους Αθηναίους στα νοσοκομεία και στους δρόμους, στις διαδηλώσεις κατά της βουλγαρικής κατοχής, τους κρεμασμένους αγωνιστές στην οδό Ξενίας, τους τραυματίες στα νοσοκομεία. Ο Παπαναστασίου δρούσε σαν πολεμικός ρεπόρτερ, καλύπτοντας τα πιο σημαντικά γεγονότα της κατεχόμενης Αθήνας.

Το φιλμ στη Νυρεμβέργη

«Οταν ήρθε η ώρα για τη δίκη της Νυρεμβέργης σε βάρος των ναζί εγκληματιών πολέμου, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τον πατέρα μου το φιλμ. Στη δίκη, οι ναζί υποστήριζαν ότι είχαν σεβαστεί την Ελλάδα, αφού δεν είχαν πραγματοποιήσει βομβαρδισμούς στην Αθήνα, δήθεν για να προστατεύσουν την Ακρόπολη.
Οταν προβλήθηκε το φιλμ του Παπαναστασίου στη μεγάλη αίθουσα του δικαστηρίου, όλα τους τα επιχειρήματα κατέρρευσαν. Οι εικόνες ήταν ο απόλυτος μάρτυρας του τι είχε συμβεί...», λέει η Λουκία Παπαναστασίου.
Για να προστατεύσει το υλικό με τίτλο «Από την τραγωδία της πατρίδας μας 1941-1944», η κ. Παπαναστασίου και ο σύζυγός της Φίλιπ Γουόκερ ανέθεσαν στο πασίγνωστο Imperial War Museum να το συντηρήσει - τόσο μεγάλη έκριναν τη σημασία του φιλμ, που το διεθνούς φήμης μουσείο το έκανε δωρεάν. Τους το ζήτησε γιατί το ήθελε για τη συλλογή του.
«Το φιλμ αυτό είναι απολύτως ελληνικό και πρέπει να υπάρχει για την Ελλάδα», ήταν η απάντηση της κόρης του Α. Παπαναστασίου, που έχει το copyright.


H ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Πώς λογοκρίθηκαν 18 από τα 45 λεπτά της ταινίας

Η διάρκεια του ντοκιμαντέρ ήταν 45 λεπτά, όταν το 1978 η κόρη του Άγγελου Παπαναστασίου, Λουκία, επέτρεψε στο Πολεμικό Μουσείο να πραγματοποιήσει μία και μόνη προβολή (σ.σ.: υπεύθυνος του Μουσείου ήταν τότε ο αντιστράτηγος Παναγιώτης Πολιτάκης).
Όταν τελικά το πήρε πίσω, έκπληκτη διαπίστωσε ότι από το υλικό είχε αφαιρεθεί τμήμα 18 λεπτών, με πρόσωπα βασανισμένων, τραγικές σκηνές, πορείες διαμαρτυρίας αλλά και Έλληνες συνεργάτες των ναζί.
«Το 1978, πήγα στην Αγγλία για να παντρευτώ με τον νυν σύζυγό μου, σκοτσέζικης καταγωγής, Φίλιπ Γουόκερ. Όταν έλειπα, τηλεφώνησαν στη μητέρα μου από το Πολεμικό Μουσείο για να πραγματοποιήσουν μία και μόνη προβολή στη μνήμη του πατέρα μου. Η μητέρα μου το έδωσε, καθώς αυτή ήταν η επιθυμία του πατέρα μου», λέει η κ. Παπαναστασίου.

«Φύλλο και φτερό»

«Οταν, όμως, γύρισα και παραλάβαμε, το φιλμ το βρήκαμε "φύλλο και φτερό". Ο σύζυγός μου ύστερα από πολλές ώρες λεπτομερούς εργασίας, ακολουθώντας τους τίτλους του φιλμ μπόρεσε να το συνδέσει στη σωστή αρχική του σειρά. Διαπιστώσαμε ότι έλειπαν 18 λεπτά. Οταν ξαναπήγαμε στο Μουσείο αναζητώντας το χαμένο υλικό, δεν μπόρεσαν να δώσουν απάντηση. Εως σήμερα παραμένει μυστήριο το τι έγινε και πού βρίσκεται.
Ακόμα το αναζητούμε και θέλουμε να βρεθεί το χαμένο υλικό που δεν πήραμε ποτέ πίσω».
Σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα της, η κ. Λουκία Παπαναστασίου επιθυμεί να παρουσιάσει το υλικό σε σχολεία και μουσεία, όπου αυτό ζητηθεί.
«Μια φορά πήγαμε σε ένα σχολείο στο Κερατσίνι και, δεν σας κρύβω, πήγα με αρκετή επιφύλαξη. Στο τέλος, όμως, τα παιδιά έκλαιγαν αγκαλιασμένα και χειροκροτούσαν με όλη τους την καρδιά», μας λέει.
«"Θα συνεχίσω τας προβολάς διότι έτσι δεν θα ξεχάσουμε εύκολα τα μαρτύριά μας", είχε γράψει. Μου το κληροδότησε για να μπορέσω να το διαδώσω.
Να μάθουν και οι νέες γενιές τα όσα πέρασε αυτός ο τόπος και οι άνθρωποί του...», δηλώνει στο «Εθνος της Κυριακής» η Λουκία Παπαναστασίου.

Angelos Papanastasiou brave cameraman of the German occupation of Greece

7/20/2011

ROBERT CAPA (1913-1954)
Robert Capa was somewhat careless as a photographer but was carefully dedicated as a man. He participated with courage in almost every great tragedy of his time, and never lost heart nor faith. He was incredibly quick to guess the truth. Knowing the truth, he took risks, risks which were never calculated to hurt anyone but himself. Like most he had faults, but his faults were invariably charming and his virtues never boring. He dressed well, ate well, and picked up the check. He drank frequently, but never to get drunk. And then he went home, to a hotel room. He was at home in any major city of the world, and slightly uncomfortable in the country.
He knew war well, so well he despised it. He sought for peace without expecting it. He was a menace in only one respect. He was perhaps the world’s worst driver. He took no greater risk in war than in crossing the Champs Elysees He teased the old and made them laugh. He taught the young without their knowing it. Children loved him, as did many women. But he never discussed his deepest affections. He suffered behind the scenes from loneliness, insecurity, heartbreak. He died with a camera in his left hand, his story unexpectedly finished. He left behind a thermos of cognac, a few good suits, a bereaved world, and his pictures, among them some of the greatest recorded moments of modern history. He also leaves a legend, for which there is no other description than...Capa.
Robert Capa was born Andrei Friedmann in Budapest in 1913. Deciding that there was little future under the regime in Hungary, he left home at 18 and found a job as a darkroom apprentice with a Berlin picture agency. He shot pictures on the side, and scored his first scoop with some exclusive pictures of Leon Trotsky.
When Hitler took over, Andrei Friedmann took off for Paris. There with his Polish fianc?, Gerda Taro, he struggled to get established in the rugged business of free lance journalism. The story of this struggle is recounted in John Hersey’s classic magazine article, "The Man Who Invented Himself."
Andrei and Gerda decided to form an association of three people. Gerda was to serve as secretary and sales representative; Andrei was to be a darkroom hired hand; and these two were to be employed by a rich, famous, and talented (and imaginary) American photographer named Robert Capa, then allegedly visiting France. The ‘three’ went to work. Friedmann took the pictures, Gerda sold them, and credit was given the non-existent Capa. Since this Capa was supposed to be so rich, Gerda refused to let his pictures go to any French newspaper for less than 150 francs apiece, three times the prevailing rate.
The secret was soon found out by editor Lucien Vogel of Vue. But it did not matter. He sent Capa and Gerda to Spain, where Capa became famous overnight for his remarkable picture of a dying Spanish soldier. Gerda stayed on, meeting her death on the battlefield. Grief-stricken, Capa went off to China where he took a series of memorable pictures at the battle of Taierchwang, the only significant Chinese victory of the entire war.
Returning to Europe, he covered the Spanish war until its end in early 1939. When World War II broke out, he found himself in America, technically an enemy alien. But he got an assignment from Collier’s, and in 1942 joined the invasion convoy to North Africa, where he switched to the Life staff.
Leaving Africa, Capa jumped into Sicily with the paratroops and went on to the attack on "the soft under belly of the Axis" in the cold grim winter campaign of 1943-44. Soon after Anzio he left Italy for London, and a wild intermission of poker playing and partying with such old friends as Ernest Hemingway, Irwin Shaw, William Saroyan, and John Steinbeck.
On June 6, 1944, an assault barge landed Robert Capa on Omaha Beach. Stumbling ashore under heavy fire, he exposed four rolls of the most famous films in history. As luck would have it, all but eleven frames were ruined in Life’s London darkroom when the emulsion ran in an over-heated drying cabinet. However, Life, and the world press, published the surviving images, calling them "slightly out of focus" from the blurred emulsion. And Capa maintained his dangerous franchise as the most colorful war photographer.
He was to see the war through to its bitter end, actually photographing the death of one of the last Americans killed. But he missed the Armistice, when, in a rare case of misjudgment, he pooh-poohed the tip that would have given him an exclusive.
Capa wanted no more war, but he could not resist covering the birth of Israel in 1949 with Irwin Shaw. By this time he had also participated, with his old friends Henri Cartier-Bresson, David ("Chim") Seymour, George Rodger, and William Vandivert in the birth of Magnum Photos, the first and still the only international cooperative agency of free lance photographers.
This marked a new development in Capa’s career. He became an international businessman, selling and stimulating the work of Magnum photographers as the group grew to include Werner Bischof, Ernst Haas, and many others. With John Steinbeck he went to Russia in 1947, returning with a memorable story for the Ladies’ Home Journal. Also for the Journal, the Magnum group did a series on international family life called "People Are People the World Over," a photographic forerunner of the "Family of Man."
Capa began to think of his future in terms of writing combined with photography and wrote several charming pieces for Holiday. He already had four books to his credit: "Death in the Making" on the Spanish Civil War, "Waterloo Bridge" on the London Blitz, "A Russian Journal," with Steinbeck narrative, and "Slightly Out of Focus" on World War II (sold to Hollywood but never filmed). His literary style was his own: "To me war is like an aging actress—more and more dangerous and less and less photogenic."
In 1954 Capa went to Japan with a Magnum exhibition. While he was there, Life suddenly needed a photographer on the Indochina front. Capa volunteered. But it was one war too many. His luck ran out on May 25. They found him still clutching his camera.
His funeral was held in the old Quaker meeting house at Purchase, New York. In his memory the Overseas Press Club established the Robert Capa Award "for superlative photography requiring exceptional courage and enterprise abroad."
ROBERT CAPA (1913-1954)
Ούγγρος (Βουδαπέστη 1913 – Ινδοκίνα 1954)

Ίσως ο μεγαλύτερος (γνωστότερος σίγουρα) φωτογράφος των πολεμικών συγκρούσεων της εποχής του.
Τολμηρός, αποφασιστικός, αλλά και ρομαντικός, απεικόνισε τον πόλεμο με προσωπικό τρόπο, μεταφέροντας, μέσω των μεγάλων περιοδικών και με φωτογραφίες υψηλής ποιότητας, από την πρώτη γραμμή τον «Υπό κατασκευήν Θάνατο».
Φωτογραφίζει τον Ισπανικό Εμφύλιο το 1936-37 και στο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι παρών στο μέτωπο της Αφρικής, στη Τσεχοσλοβακία, στην μεγάλη απόβαση της Νορμανδίας. Φωτογραφίζει τον Ισραήλαραβικό πόλεμο το 1947, το πόλεμο της Κορέας το 1951 και τον πόλεμο της Ινδοκίνας, όπου σκοτώθηκε από νάρκη το 1954.
Εμπνευστής και πρωτεργάτης της ίδρυσης, το 1947 (μαζί με τους Bresson, Bischof και Seymour) του διάσημου φωτογραφικού πρακτορείου Magnum, που έμελλε να συγκεντρώσει τα μεγαλύτερα ονόματα του φωτορεπορτάζ και της φωτογραφίας γενικότερα.

Robert Capa image of falling soldier in Spanish Civil War.

The Failed Rescue of American Hostages in Iran 1980.

Operation Eagle Claw (or Operation Evening Light or Operation Rice Bowl) was an American military operation ordered by President Jimmy Carter to attempt to put an end to the Iran hostage crisis by rescuing 52 Americans held captive at the U.S. Embassy in Tehran, Iran on 24 April 1980. The public, humiliating debacle that ensued damaged American prestige worldwide and is believed by many, including Carter himself, to have played a major role in his defeat in the 1980 presidential election.
The plan called for a minimum of six helicopters; eight were sent in. Two helicopters could not navigate through a very fine sand cloud (a haboob) which forced one helicopter to crash land and the other to return to the aircraft carrier USS Nimitz (CVN-68). Six helicopters reached the initial rendezvous point, Desert One, but one of them had damaged its hydraulic systems. The spares were on one of the two helicopters that had aborted. From the early planning stages, it had been determined that if fewer than six operational helicopters were available, then the mission would be automatically aborted, even though only four were absolutely necessary for the operation. In a move still debated, the commanders on the scene requested to abort the mission; Carter gave his approval.
As the U.S. force prepared to leave Iran, one of the helicopters crashed into a C-130 Hercules transport aircraft containing fuel and a group of servicemen. The resulting fire destroyed the two aircraft involved[3] and resulted in the remaining helicopters being left behind and the deaths of eight American servicemen. Operation Eagle Claw was one of the first missions conducted by Delta Force.

Η αποτυχημένη Αμερικανική επιχείρηση «eagle claw» Επιχειρηση "Δαγκάνα του Αετού"

Ενώ η κρίση των ομήρων,στην Αμερικανική πρεσβεία της Τεχεράνης, βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη o τότε πρόεδρος των ΗΠΑ,Τζίμυ Κάρτερ (Jimmy Carter), βλέποντας το μέχρι τότε αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των ομήρων, διατάσει τον Αμερικανικό Στρατό, να σχεδιάσει και να εκτελέσει, μια επέμβαση στην πρεσβεία. Πράγματι, ο Αμερικανικός Στρατός, σχεδιάζει την επιχείρηση "Δαγκάνα του αετού",με σκοπό, τον τερματισμό της κρίσης στην Πρεσβεία, και την απελευθέρωση των ομήρων. Η Επιχείρηση αυτή, αρχικά, σχεδιάστηκε για μια γρήγορη ενέργεια των ειδικών δυνάμεων των Αμερικανών (δύναμη Δέλτα και Ρέιντζερς) εναντίον της πρεσβείας και υπολογίζονταν πως θα είχε διάρκεια δύο ημερών.
Το πρώτο σκέλος της επιχείρησης, προέβλεπε, την μεταφορά μιας μικρής επίλεκτης ομάδας, σε έναν απομονωμένο χώρο μέσα στο Ιράν (που ονομάστηκε "έρημος 1"),οι οποίοι, θα προετοίμαζαν έναν αεροδιάδρομο, για να πραγματοποιηθεί το δεύτερο σκέλος της επιχείρησης. Το δεύτερο σκέλος, ήταν η προσγείωση στην έρημο, τριών αεροσκαφών τύπου "MC-130E Combat Talon" και 3 αεροσκαφών "EC-130E Hercules". Τα αεροσκάφη αυτά, θα μετέφεραν τους άντρες της επιχείρησης, προμήθειες, αλλά και 23.000 λίτρα καυσίμων, τα οποία επίσης θα ξεφόρτωναν στην έρημο. Στην συνέχεια, μεταφορικά ελικόπτερα RH-53D Sea Stallion, θα μετέβαιναν στο σημείο "ερημο 1",απο το αεροπλανοφόρο Νίμιτζ (USS Nimitz) το οποίο βρίσκονταν στον ινδικό ωκεανό, και αφού γέμιζαν με καύσιμα (που είχαν ξεφορτώσει τα μεταφορικά αεροσκάφη), θα μετέφεραν τους κομάντος, στο σημείο "έρημος 2", το οποίο ήταν μια έρημη περιοχή, κοντά στην Τεχεράνη.
Από αυτό το σημείο, οι Αμερικανοί κομάντος, αφού έκρυβαν τα ελικόπτερα θα περίμεναν ως το ξημέρωμα και στην συνέχεια, θα επιβιβάζονταν σε φορτηγά, που θα είχαν προηγουμένως βρει πράκτορες της CIA. Οι Κομάντος με τα φορτηγά, θα μετέβαιναν στην Αμερικανική πρεσβεία, και αφού σκότωναν τους φύλακες, θα απελευθέρωναν τους ομήρους και θα τους οδηγούσαν στο στάδιο Σαχίντ Σιρουντί (Shahid Shiroudi). Από εκεί, θα τους έβαζαν στα ελικόπτερα και θα τους φυγάδευαν πίσω στο σημείο "έρημος 1" και από εκεί στο αεροπλανοφόρο Νίμιτζ. Όπως καταλαβαίνουμε, επρόκειτο για μια εξαιρετικά μεγάλη και επικίνδυνη στρατιωτική επιχείρηση. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειώσουμε, πως οι πράκτορες της CIA που δρούσαν στην Τεχεράνη, είχαν αποστολή, να συλλέξουν πληροφορίες για τους ομήρους στην πρεσβεία (θέση που βρίσκονταν, πόσοι φύλακες υπάρχουν), και όπως αναφέραμε πιό πάνω, να βρουν τα φορτηγά, που θα μετέφεραν τους κομμάντος. Ωστόσο, οι Αμερικανοί, τις σημαντικότερες πληροφορίες, τις πήραν από έναν μάγειρα, που απελευθερώθηκε από την πρεσβεία.
Αεροδιάδρομος
Στις 1 Απριλίου του 1980,και 3 εβδομάδες πριν την εκτέλεση της επιχείρησης, ένας αξιωματικός πτήσης, των ειδικών δυνάμεων (ταγματάρχης Τζόν Κάρνεϊ - John Carney"), με την βοήθεια πρακτόρων της CIA, μεταβαίνει στο σημείο "έρημος 1", μέσα στο Ιράν, με σκοπό να εντοπίσει έναν χώρο, που θα χρησιμοποιούνταν σαν αεροδιάδρομος για τα μεταφορικάαεροσκάφη. Πράγματι, η ομάδα, βρίσκει το κατάλληλο μέρος και το σηματοδοτεί με τηλεχειριζόμενα υπέρυθρα φώτα.
Επίσης, πήραν δείγμα και εξέτασαν το έδαφος, για να σιγουρευτούν, πως ήταν κατάλληλο για προσγείωση βαρέων  αεροσκαφών. Το μόνο πρόβλημα που βρήκε η ομάδα των πρακτόρων, ήταν πως σε εκείνο το σημείο, οι ανεμοθύελλες, μπορούσαν να καλύψουν τον αεροδιάδρομο, με μια στρώση άμμου, που ίσως δυσκόλευε την προσγείωση. Ωστόσο, η ομάδα δεν κρίνει πως αυτό, θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο και προχωράει με την αποστολή.

Η Επιχείρηση
3 εβδομάδες αργότερα, όλα ήταν έτοιμα για την επιχείρηση. Τα μεταφορικά αεροσκάφη, απογειώνονται βράδυ, από την αμερικανική βάση του Ομάν, φορτωμένα με καύσιμα, και κατευθύνονται προς τον πρόχειρο αεροδιάδρομο της "ερημου 1", μέσα στο Ιράν. Με μοναδικό φώς, τα πρόχειρα φώτα που είχε τοποθετήσει η ομάδα των πρακτόρων, τα μεταφορικά αεροσκάφη, δυσκολεύτηκαν πολύ να προσγειωθούν, καθώς δεν υπήρχε καθόλου ορατότητα μέσα στο σκοτάδι. Έτσι, έκαναν χρήση των γυαλιών νυχτερινής όρασης. Πρώτο, προσγειώθηκε το μεταφορικό αεροσκάφος με το κωδικό όνομα "Δράκος 1",το οποίο υπέστη μια μικρή ζημιά στο φτερό, αλλά μπορούσε να πετάξει. Το αεροσκάφος αυτό, ξεφορτωσε 120 κομμάντος της ομάδας "Δελτα", 12 κομμάντος "Ρειντζερς", καθώς και 15 Αμερικανο-ιρανούς, που μιλούσαν άπταιστα Ιρανικά και θα χρησιμοποιούνταν για οδηγοί στην επιχείρηση. Επίσης, το αεροσκάφος, ξεφορτώνει τα καύσιμα για τα ελικόπτερα. Σχεδόν αμέσως μετά, η ομάδα των Κομάντος, αρχίζει να εργάζεται για την δημιουργία ενός καλύτερα φωτισμένου αεροδιαδρόμου, έτσι ώστε να προσγειωθούν και τα υπόλοιπα 5 μεταφορικά αεροσκάφη και τα 8 ελικόπτερα (κωδική ονομασία Bluebeard).
Επιχείρηση "Στραβώνει"
Από εδώ και μετά όμως, τα πράγματα, αρχίζουν να μην πάνε καθόλου καλά. Τα Ελικόπτερα, που στο μεταξύ, είχαν απογειωθεί από το αεροπλανοφόρο Νίμιτζ, άρχιζαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Το Ελικόπτερο "Bluebeard 6", προσγειώθηκε σε κάποιο σημείο στο Ιράν, πριν φτάσει στο σημείο "ερημος 1", καθώς αντιμετώπισε μηχανική βλάβη και δεν μπορούσε να συνεχίσει την πτήση. Το πλήρωμά του, επιβιβάστηκε στο ελικόπτερο "Bluebeard 8" και συνέχισε την αποστολή. Ωστόσο, λίγο αργότερα, όλα τα ελικόπτερα, έπεσαν σε "haboob" (φαινόμενο αμμοθύελλας της ερήμου), με αποτέλεσμα σχεδόν όλα, να αντιμετωπίσουν βλάβες, με σοβαρότερη την βλάβη που υπέστη το ελικόπτερο "Bluebeard 5",το οποίο αναγκάστηκε να ακυρώσει την αποστολή και να επιστρέψει στο αεροπλανοφόρο. Από τα 8 ελικόπτερα λοιπόν, (που έπρεπε να φτάσουν στο σημείο "έρημος 1",μέσα στο Ιράν), το ένα χάλασε και εγκατέλειψε την αποστολή, ενώ ένα δεύτερο, εγκαταλείφθηκε στην έρημο. Αυτό, είχε σαν αποτέλεσμα, όλη η αποστολή να πέσει έξω απο τον  προγραμματισμό για 90 λεπτά. Σαν να μην έφτανε αυτό, το ελικοπτερο "Bluebeard 2", έφτασε μεν στο σημείο "έρημος 1",αλλά αντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα στα υδραυλικά καιουσιαστικά, έγινε άχρηστο.Τώρα, έμεναν μόλις 5 απο 8 ελικόπτερα.

"Ενός κακού, μύρια έπονται"
Σαν να μην έφταναν τα προβλήματα με τα ελικόπτερα, τα πράγματα στο έδαφος, δεν ήταν καλύτερα. Ενώ οι 120 Κομάντος, που είχαν ξεφορτώσει τα Αμερικανικά μεταφορικά αεροσκάφη, προετοίμαζαν τον αεροδιάδρομο και την μικρή βάση της επιχείρησης, κάποιοι κομάντο, εντοπίζουν στην ευρύτερη περιοχή, ένα μικρό ιρανικό φορτηγό, που πιθανώς πραγματοποιούσε λαθρεμπόριο καυσίμων. Οι Κομάντος, φοβούμενοι μην αποκαλυφθούν, ανατινάζουν το φορτηγάκι, με μια αντιαρματική ρουκέτα. Αποτέλεσμα ήταν, να σκοτωθεί ο συνοδηγός, ενώ ο οδηγός, μόλις που γλύτωσε.
Ωστόσο αυτό έθεσε σε θανάσιμο κίνδυνο την αποστολή : Η φωτιά από το φορτηγάκι ήταν ορατή έπο χιλιόμετρα μακριά και μπορούσε ανά πάσα στιγμή, κάποιος να την δει μέσα στο σκοτάδι.
Οι εξελίξεις όμως, ήταν καταιγιστικές: Ένα ιρανικό λεωφορείο, γεμάτο με επιβάτες (43), σταματάει ακριβώς πάνω έπο τον πρόχειρο αεροδιάδρομο που έφτιαξαν οι Αμερικανοί, επειδή ο οδηγός, είδε την φωτιά από το ανατιναγμένο φορτηγάκι. Αμέσως οι Αμερικανοί κομάντος,  συλλαμβάνουν τους επιβάτες του λεωφορείου, και τους μεταφέρουν μέσα σε ένα μεταφορικό αεροσκάφος (κωδική ονομασία Republic 3), έτσι ώστε, να μην θέσουν σε κίνδυνο την αποστολή. Δεδομένου λοιπόν, πως τα πάντα μέχρι τώρα, έχουν πάει στραβά (είχαν απομείνει 5 από τα 8 ελικόπτερα, είχαν ανατινάξει ένα φορτηγάκι και είχαν εντοπιστεί από τους επιβάτες ενός λεωφορείου), άρχισαν να γίνονται σκέψεις, για εγκατάλειψη της επιχείρησης. Τελικά, οι υπεύθυνοι αξιωματικοί της αποστολής ,ειδοποιούν την Ουάσινγκτον για τα νέα δεδομένα και τελικά, αναγκάζονται να περιμένουν 2,5 ώρες, μέχρι να λάβουν την εντολή να ματαιώσουν την επιχείρηση, από τον λευκό οίκο. Δεν τελείωσε τίποτα Οι Αμερικανοί λοιπόν, μετά από μια εντελώς αποτυχημένη επιχείρηση, αναγκάζονται να ματαιώσουν την αποστολή διάσωσης των Αμερικανών ομήρων στην πρεσβεία της Τεχεράνης. Ωστόσο, ακόμα τίποτα δεν είχε τελειώσει και τα χειρότερα δεν είχαν έρθει. Ένας πρόχειρος υπολογισμός στα καύσιμα, από τους πιλότους των αεροσκαφών, έβγαζε το συμπέρασμα πως αεροσκάφη και ελικόπτερα, δεν είχαν επαρκή καύσιμα για το ταξίδι της επιστροφής. Σε αυτό, έπαιξε σημαντικό ρόλο, η καθυστέρηση της επιχείρησης για 90 ολόκληρα λεπτά. Έπρεπε λοιπόν, όσα από τα εναπομείναντα ελικόπτερα δεν είχαν καύσιμα, να ανεφοδιαστούν από τα αεροσκάφη που είχαν παραπάνω. Συγκεκριμένα, το ελικόπτερο με το κωδικό όνομα "Bluebeard 3",έπρεπε να ανεφοδιαστεί με καύσιμα το γρηγορότερο δυνατό. Το ελικόπτερο αυτό, έπρεπε να "παρκαρει", ακριβώς πίσω από ένα μεταφορικό αεροσκάφος, για να γίνει αυτό. Επειδή όμως, στον αεροδιάδρομο εκείνη την στιγμή, βρίσκονταν ένα μεταφορικό αεροσκάφος C- 130,γεμάτο με κομάντος, το οποίο έπρεπε να απογειωθεί το συντομότερο δυνατό, για να μην σπαταλάει άδικα καύσιμα στο έδαφος, αποφασίστηκε το ελικόπτερο "Bluebeard 3",να μην κυλήσει με τους τροχούς στον πρόχειρο διάδρομο (και να εμποδίσει έτσι την γρήγορη αναχώρηση του μεταφορικού αεροσκάφους), αλλά να απογειωθεί για μερικά μέτρα και να "παρκάρει" πίσω από το μεταφορικό αεροσκάφος για να ανεφοδιαστεί.
Ωστόσο, ο πιλότος, σε συνδυασμό με το σκοτάδι που επικρατούσε, αλλά και με την άμμο που σήκωσαν οι έλικες του ελικοπτέρου, "τυφλωσαν" τόσο τον ίδιο, όσο και έναν κομμάντο, που προσπαθούσε να καθοδηγήσει το ελικόπτερο. Αποτέλεσμα ήταν, η έλικα του ελικοπτέρου, να χτυπήσει το κάθετο σταθερό πτερύγιο του μεταφορικού αεροσκάφους και στην συνέχεια να καταπέσει πάνω του, αρπάζοντας φωτιά. Ο Τραγικός απολογισμός ήταν, να σκοτωθούν 5 Αμερικανοί στρατιώτες στο μεταφορικό αεροσκάφος και άλλοι 3 στο Ελικόπτερο, ενώ τραυματίστηκαν σοβαρά άλλοι δύο. Ήταν μια τραγική στιγμή, σε μια επιχείρηση που από την αρχή, πήγε εντελώς στραβά. Οι υπόλοιποι πιλότοι των ελικοπτέρων, βλέποντας πια, πως είναι αδύνατο να μπορέσουν να επιστρέψουν στην βάση τους (λόγο της καταστροφής του μεταφορικού αεροσκάφους που θα τους προμήθευε καύσιμα), αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τα ελικοπτερά τους στο σημείο. Αφού καίνε όλα τα έγγραφα και εξαφανίζουν τα ευαίσθητα στοιχεία της αποστολής, επιβιβάζονται στα υπόλοιπα μεταφορικά αεροσκάφη και τελικά, όλη η Αμερικανική αποστολή, αφήνει πίσω τους νεκρούς συναδέλφους τους και εγκαταλείπει άρον-άρον το Ιράν. Τα 4 ελικόπτερα που άφησαν πίσω, αλλά και τα πτώματα των άτυχων Αμερικανών της επιχείρησης, βρέθηκαν λίγο αργότερα, από τις ένοπλες δυνάμεις του Ιράν. Αξίζει να σημειώσουμε, πως δύο από τα τέσσερα ελικόπτερα που άφησαν πίσω οι Αμερικανοί, επισκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από το Ιρανικό ναυτικό.
Επίλογος
Τα μεταφορικά αεροσκάφη, με την υπόλοιπη Αμερικανική αποστολή, βγήκαν από το Ιράν και πέταξαν προς το νησί Masirah, όπου από εκεί, οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στην Γερμανία. Η Ομάδα των πρακτόρων της CIA, επίσης εγκατέλειψε το Ιράν, καθώς υπήρχε ο κίνδυνος ανακάλυψης τους. Πίσω στις ΗΠΑ, ο λευκός οίκος, ανακοίνωσε την αποτυχία της επιχείρησης, στις 1 το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Σαν αποτέλεσμα της αποτυχημένης επιχείρησης, ήταν οι Αμερικανοί όμηροι στην πρεσβεία, να αρχίσουν να κρατούνται ξεχωριστά, σε διάφορες τοποθεσίες, κάνοντας έτσι αδύνατη, οποιαδήποτε προσπάθεια διάσωσης τους. Βγάζοντας πολύ χρήσιμα συμπεράσματα, οι Αμερικανοί, πήραν το μάθημα τους, από την αποτυχία της επιχείρησης "Δαγκάνα του αετού".

The Failed Rescue of American Hostages in Iran 1980

Occupation of the American Embassy in Tehran Iran 1979.
The occupation of the US Embassy was an incident that affected not only the individuals being held hostage, but the future Iranian economy. On November 4th of 1979, about 300-400 Iranian revolutionary students began a demonstration in front of **The American Embassy**. All who witnessed this incident, thought at first, that it was going to be an "ordinary" demonstration; they were so familiar with this scenario being that they had just undergone the Iranian revolution. However, things started to go out of control. This was not just a protest. The participants were chanting anti-American phrases, such as "Death to America." They happened to be supporters of Ayatollah Komeini, the newly installed and followed Iranian leader. Not soon after, the participants climb over the walls, break the chains and locks, and overthrow the embassy. These revolutionaries had originally held sixty-six American Diplomats, but released numerous prisoners, leaving about 60 Americans to reside in the embassy, hostage for a total of 444 days. This action was not ironically supported by the governmen and many common people, whom had disliked the previous leader, The Shah, for his reliance on America for advice and power. Due to this occupation, the ties between these two nations were severed; this event led to the weakening of the presidency of Jimmy Carter, and led to sanctionc being imposed on the area. Though many attempts were made to release the long suffering Americans, all failed, leading the United States to implement a different approach to the conflict. The United States created an agreement known as the Algiers Accords, which resulted with the releasing of the remaining hostages. Other changes were made because of the agreement as well. This is practically another reason why Jimmy Carter, who was the thirty-ninth president of the United States and was the president at the time did not get elected for the second term. Though he was able to find a solution to the crisis, people felt that it took him too long to fix the ordeal, thus he left office. The events were considered an embarrassment to the United States, as it lasted from November 4, 1979 until January 20, 1981 for the last of the prisoners to be released. The United States had so many relationships with Iran , though Britain and the U.S. have admitted something new an operation that was called “Operation Ajax” it was to overthrow Moussadeq and try to return the Shah back to where he belongs Iran . But the United States were not successful, the Shah which was to reclaim something that belong to him had to flee to Italy which he had to remain there for a little bit of time. The United States wanted to do another operation which worked really great the Shah had returned from his exile, after the Shah was gaining control little by little he began to rule as an absolute monarch. “During his reign, the Shah received significant American support, frequently making state visits to the White house and earning praise from numerous American Presidents.”

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΡΕΣΒΕΙΑΣ ΤΟ ΙΡΑΝ 1979.

Στις 4 Νοεμβρίου 1979, Ιρανοί Ισλαμιστές φοιτητές ζητησαν από τις ΗΠΑ την έκδοση του Σάχη στο Ιράν για δίκη. Επειδή θεωρούσαν πως ο Σαχης ηταν Μαριονετα των Αμερικανών και οτι κατέστρεψε την χώρα τους και οδηγησε πολλούς αθώους στον θάνατο φυσικά με την υποστηριξη των ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να εκδοσουν τον Σάχη και ετσι οι Ιρανοί Φοιτητές κατέλαβαν την αμερικανική πρεσβεία, κρατώντας 66 ομήρους, στην πλειοψηφία τους αμερικανούς. 14 από αυτούς απελευθερώθηκαν πριν το τέλος του Νοέμβρη. (Τελικά όλοι οι όμηροι απελευθερώθηκαν στις 20 Ιανουαρίου 1981 μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, που υποχρέωσαν τις ΗΠΑ να παράσχουν στο Ιράν χρήματα και στρατιωτικό εξοπλισμό).
Το γεγονός της καταληψης της Αμερικανικης Πρεσβείας στο Ιράν απο Ιρανούς Φοιτητές και την Ομηρία Αμερικανών για πάνω απο 1 χρόνο ειχε ως αποτελεσμα οι Διπλωματικές σχεσεις των δυο χωρών να σταματήσουν για πολλα χρονια.




Occupation of the American Embassy in Tehran Iran 1979.

7/18/2011

Το 1979, επιστρέφει στην Τεχεράνη έπειτα από 15 χρόνια εξορίας ο Αγιατολάχ Χομεϊνί- Ayatullah Sayid Ruhullah Musawi Khomeini - ( 21 Σεπτεμβρίου 1902 - 3 Ιουνίου 1989 ) ανώτερος μουσουλμανικός κληρικός Ισλαμιστής φιλόσοφος και ο πολιτικός ηγέτης, με ιερό σκοπό να ξεκινήσει την Ιρανική Επανάσταση. Στους δρόμους της πρωτεύουσας, περισσότεροι από 5 εκατομμύρια Ιρανοί τον υποδέχονται θριαμβευτικά σαν τον επίγειο σωτήρα, που θα τους αποτάξει από το αμερικανόφιλο καθεστώς του Σάχη.
Στο ναυλωμένο αεροσκάφος της Air France που μεταφέρει τον Αγιατολάχ Χομεϊνί στο Ιράν, ένας δημοσιογράφος του ABC ρωτάει τον αγέλαστο θρησκευτικό ηγέτη τι νιώθει για τη μεγάλη επιστροφή του. "Hichi" απαντάει αυτός, δηλαδή "τίποτα". Για πολλούς, στη δήλωση αυτή καθρεφτίζεται η δογματική αποστολή του Χομεϊνί: Να μετατρέψει το Ιράν σε 'Dar al-Islam', στο πρώτο θεοκρατικό κράτος στον κόσμο που διέπεται αυστηρά από τον ισλαμικό νόμο.
Στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης, ο συνωστισμός είναι τέτοιος που αναγκάζει τον ιμάμη να επιβιβαστεί σε ελικόπτερο, ώστε να φτάσει στο Νεκροταφείο των Μαρτύρων, όπου έχουν συγκεντρωθεί 250.000 άτομα για να ακούσουν την πρώτη του ομιλία. "Θα ρίξω μια κλοτσιά στα δόντια αυτής της κυβέρνησης" λέει ο Χομεϊνί, αναφερόμενος στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Σαπούρ Μπακθιάρ, την οποία διόρισε ο Σάχης πριν φύγει για "μακρές διακοπές" –χωρίς επιστροφή– στις 16 Ιανουαρίου.
"Εγώ διορίζω την κυβέρνηση από εδώ και πέρα", ξεκαθαρίζει ο Χομεϊνί, διακηρύσσοντας πως πρόκειται για "κυβέρνηση του Θεού". Αυτό βέβαια, σημαίνει πως οτιδήποτε αντιτίθεται στην κυβέρνηση αντιτίθεται στο Θεό, και οτιδήποτε είναι "βλάσφημο" είναι και παράνομο. Κάπως έτσι, το Ιράν θα περάσει σε μια νέα εποχή ισλαμικού πουριτανισμού, κατά την οποία οι γυναίκες υποχρεούνται να φορούν πέπλο, η δυτική μουσική και το αλκοόλ απαγορεύονται ρητά και οποιοσδήποτε εκφράζει "αιρετικές" απόψεις –όπως ο συγγραφέας Σαλμάν Ρούσντι– καταδικάζεται μέχρι και σε θάνατο.
Λέγεται πως η Ιρανική Επανάσταση του 1979 αποτελεί μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις, που μια επανάσταση υποκινείται από έναν και μόνο άνθρωπο. Πριν εξοριστεί, ο Χομεϊνί εξαπέλυε πύρινους λόγους εναντίον του Σάχη, τόσο για τους στενούς δεσμούς του με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, όσο και για τις αντι-ισλαμικές πρακτικές του, όπως παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες.
Ως εξόριστος στην Προύσα της Τουρκίας (1964-65), το Αλ Ναζάφ του Ιράκ (1965-1978) και το Παρίσι (1978-1979), ο Αγιατολάχ Χομεϊνί παραδίδει μαθήματα θεολογίας και θεοκρατικής διακυβέρνησης, με τις διαλέξεις να κυκλοφορούν λαθραία στο Ιράν σε μορφή μουσικής κασέτας.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μεγάλες επαναστάσεις (Γαλλική, Αμερικανική, Ρωσική, Ρουμανική), οι οποίες δεν ενέπλεξαν ποσοστό μεγαλύτερο του 1% του πληθυσμού, στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 1978, πάνω από το 10% των Ιρανών βγαίνει στους δρόμους για να διαδηλώσει κατά του Σάχη και υπέρ του Χομεϊνί.
Οι διαδηλώσεις είχαν ξεκινήσει από τον Οκτώβριο του 1977, όταν εκατοντάδες Ιρανοί ξέσπασαν με αφορμή το θάνατο του Μοσταφά, γιου του Χομεϊνί, καταστρέφοντας πολυτελή ξενοδοχεία, κινηματογράφους, τράπεζες, κυβερνητικά κτίρια και άλλα σύμβολα του καθεστώτος του Σάχη, με τον Ιρανό μονάρχη να ζητά την επέμβαση των Αμερικανών.

Ayatollah Khomeini Iranian Revolution 1979.
When the Shah relaxed censorship laws in 1977, Iran erupted into a series of demonstrations and dissents. The writings of Ayatollah Khumayni began to circulate widely, and the amount of protest material in general began to flood the country. All through the 1960's and 1970's, Iranians were deeply discontent with the dictatorship of the Shah, but the flood of protest material fanned this discontent into a raging passion. People demanded more reforms, more human rights, more freedom, and more democracy. There were two distinct revolutionary movements. The first was the religious movement headed by the ulama ; this movement demanded the return to a society based on the Shari'ah and ulama administration. The second movement was a liberal movement that wanted Westernization, but also demanded greater democracy, economic freedom, and human rights. As the revolution proceeded, these two groups gradually merged to form a unified front.
   The spark that erupted into revolution was a protest in Qumm on January 9, 1978. A group of students protested the visit of Jimmy Carter, the American President, and the governments attacks on Ayatollah Khumayni. In particular, they demanded that Khumayni be allowed to return to the country. The police, in an ill-conceived moment, opened fire on the students and killed seventy.
   This set in motion an inescapable pattern that steadily destabilized the Shah's government and reduced its legitimacy in the eyes of both Iranians and the world. In Shi'a tradition, martyrdom requires a commemoration of the martyrs forty days after they have been killed. So forty days after the massacre at Qumm, Iranians took to the streets to commemorate the dead students and, by extension, to protest the government. Again, Iranian police opened fire on the crowd. Over one hundred people were killed in Tabriz on February 18, the fortieth day after the Qumm massacre. On March 30, forty days after the massacre at Tabriz, over one hundred demonstrators were killed in Yazd. And so on. By August, demonstrations had become constant all over Iran.
   The Shah was losing control. He appointed a new prime minister and made an attempt to allow demonstrations to proceed without violence. But on September 8, a day Iranian historians call "Black Friday," Iranian troops fired on a Tehran demonstration and killed several hundred people. On September 9, the Shah declared martial law and imprisoned as many opposition leaders as he could lay hands on.
   Because of this, the revolutionaries changed tactics from demonstrations to strikes. Beginning in October, a long series of strikes, including oil-workers, began to cripple the nation.
   Even though the Shah convinced Iraq to evict Khumayni, when Khumayni moved to France he became more powerful than ever. He suddenly gained an international audience, and the French and British in particular sympathized with his dissent against the Shah. He spoke regularly to Iran through telephones, and these telephone "speeches" were recorded and distributed all throughout Iran. The Shah realized that he would have to let Khumayni return to the country, but Khumayni refused. Since the Shah's government was illegitimate, Khumayni declared that he would never step foot in Iran as long as the Shah was in power.
   In November, the Shah turned the government into a military government in order to force strikers back to work. But the worst, everyone knew, was about to come. The month of Muhurram was approaching, the month in which Shi'ites traditionally celebrate the martyrdom of Husayn. It is a passionate and highly religious month, and since the protests against the Shah were largely religious in nature, everyone knew that the country was on the verge of exploding.
   Muhurram began on December 2 with demonstrations, and these demonstrations would continue all throughout the month. They were massive, in the millions, and it was clear that the demonstrators, not the government, was in charge. They seized government buildings, shut down businesses with massive strikes, assassinated government officials. Iranian demonstrators knew this was the month of martyrdom and many would dress in white (the garb of martyrs) and try to provoke government troops to fire on them.
   On January 16, 1979, the Shah left Iran for good. On February 1, Khumayni returned to Iran to a welcoming crowd of several million people. On February 12, the Prime Minister of Iran fled. The Revolution was over and Khumayni declared a new Islamic Republic.


Ayatollah Khomeini Iranian Revolution 1979

Alberto Korda, the Cuban photographer who took the famous photograph of Che Guevara ... died on May 26, 2001.
Alberto Korda, Κουβανός φωτογράφος που πήρε την περίφημη φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα ... Πέθανε στις 26 Μαΐου, 2001.

Che Guevara photo by Alberto Korda

On June 10, 1944, over two hours, Waffen-SS troops of the 4th SS Polizei Panzergrenadier Division under the command of SS-Hauptsturmführer Fritz Lautenbach went door to door and massacred Greek civilians, reportedly in revenge for a partisan attack. A total of 218 men, women and children were killed. According to survivors, SS forces "bayoneted babies in their cribs, stabbed pregnant women, and beheaded the village priest."

In the course of a 'retaliation measure' against partisan resistance members of the 4th SS-police-armoured-infantry-division murdered 218 completely uninvolved town dwellers on the 10th June 1944 in Distomo, a small village near Delphi. The battle report states that 'members and suspects of gangs' were killed. However, survivors of the massacre reported afterwards that men as well as children were shot, women were violated and slaughtered. No soldier was ever held responsible for the massacre.
Argyris Sfountouris (protagonist of the film "A song for Argyris") was nearly four years of age in June 1944 and survived by chance. He lost his parents and 30 family members. Up until this day he and the other survivors and relatives have not received a single cent as compensation even though the Areopag, the Greek High court, has passed a legally binding decision in May 2000 obliging the Federal Republic of Germany to pay a sum of altogether 28 million Euro as compensation to the victims.
In the meantime Italian courts have likewise awarded compensation to Italian victims of the German occupation. The Greek victims were successful in their claim for enforceability of their legal titles against German property in Italy awarded by Greek courts. Germany has objected to this by saying that these were 'sovereign measures' and has claimed 'state immunity' for the war crimes and the crimes against international law. Both the Areopag as well as the Italian court of appeal have rejected this argument. In December 2008 the German government has filed a lawsuit at the International Court of Justice in Den Haag in order to circumvent the enforcement of the compensation claims. Its aim is to establish once and for all that this kind of lawsuits does not fall under the competence of the Italian courts, that their rulings constitute an infringement of international law and that they constitute an infringement of Germany' sovereignty rights. Germany attempts to reverse the roles and presents itself as a victim in these proceedings.
In the course of a 'retaliation measure' against partisan resistance members of the Mountain-Sapper-Battalion 818 murdered completely uninvolved inhabitants on the 27th June 1944 in Falzano di Cortona, a small Tuscan village. A 74-year old woman and a 14-year old boy as well as 3 men aged between 21 and 55 were shot during searches. 13 men between the ages of 15 and 74 were arrested, 11 of which were locked up in the 'Casa Canicci'. The house was mined and blown up. Miraculously the then 15-year old Gino M. survived. Angiola Lescai lost two of her relatives in the massacre.
In September 2006 the responsible officers of the unit, Herbert Stommel - commander of the battalion - and Josef Scheungraber - company commander - were sentenced in absence by the military court of La Spezia to lifelong imprisonment. Given that German law does not allow the extradition of German citizens the 90-year old Josef Scheungraber who is still fit to stand trial is standing trial since September 2008 at the jury court division of the district court of Munich. 65 years after the massacre many witnesses have died, the hearing of evidence is difficult and the outcome uncertain. Angiola Lescai is one of the co-plaintiffs in this trial.
Following the massacre, a Secret Field Police agent accompanying the German forces informed the authorities that, contrary to Lautenbach's official report, the German troops had come under attack several miles from Distomo and had not been fired upon "with mortars, machine-guns and rifles from the direction of Distomo". An inquiry was convened. Lautenbach admitted that he had gone beyond standing orders, but the tribunal found in his favour, holding that he had been motivated, not by negligence or ignorance, but by a sense of responsibility towards his men.

Σφαγή του Διστόμου
Οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο και σε αντίποινα άρχισαν την σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο χωριό. Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ξεχώριζαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Η σφαγή σταμάτησε μόνον όταν νύχτωσε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Λειβαδιά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στην βάση τους, καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους. Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων. Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Eλβετού George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή.



Η διάσημη φωτογραφία.. The famous photograph..


Waffen-SS Massacre of Distomo

7/16/2011

8 June 1972. Planes dropped Napalm on a village near Saigon by mistake, during a battle with the North Vietnamese nearby. Many civilians including children and babies were badly injured. Her name is Kim Phuc and she was the girl on the famous 1972 photograph that brought the world's attention to the horrors of the war in Vietnam.
Η Kim Phuc, το κορίτσι που απεικονίζεται σε μία από τις πιο φρικτές εικόνες του πολέμου στο Βιετνάμ.

«Εκείνο το πρωί φτάσαμε στο χωριό Trang Bang. Νωρίς το πρωί δύο βιετναμέζικα βομβιστικά άρχισαν να κυκλώνουν το χωριό. Αυτό δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο αλλά επειδή γνωρίζαμε το χωριό, ξέραμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά». «Νομίζαμε ότι αυτό θα ήταν ένα ασφαλές μέρος - αλλά μετά είδα το αεροπλάνο – ήταν τόσο κοντά» θυμάται η Kim. «Άκουσα τον θόρυβο από τις βόμβες και τότε ξαφνικά είδα τη φωτιά παντού γύρω μου. «Ήμουν τρομοκρατημένη και προσπάθησα να τρέξω μακριά από τη φωτιά. Τα ρούχα μου κάηκαν».
Ο Chris και οι συνεργάτες του ήταν περίπου 400 μέτρα από το σημείο στο οποίο είχαν εκραγεί οι τέσσερις ναπάλμ. «Υπήρξε μία έκρηξη θερμότητας τόσο δυνατή, σα να είχε ανοίξει κάποιος την πόρτα του φούρνου. Τότε είδαμε την Kim και τα υπόλοιπα παιδιά. Κανένα από αυτά δεν είχε βγάλει τον παραμικρό ήχο έως τη στιγμή που μας είδαν. Τότε άρχισαν να φωνάζουν».
Ένας φωτογράφος από το Βιετνάμ, ο Nick Ut, κάλυπτε επίσης τα γεγονότα την ίδια ημέρα. Όπως η Kim έτρεχε στο δρόμο με τα χέρια της απλωμένα, φωνάζοντας βοήθεια, εκείνος τράβηξε τη φωτογραφία που σήμερα θεωρείται η πιο χαρακτηριστική από αυτές που είδαν το φως κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Ο Nick μετέφερε την Kim στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Λίγο αργότερα, η φωτογραφία που τράβηξε ο φωτογραφικός του φακός εμφανίστηκε σε όλα τα μέσα ενημέρωσης της Δύσης.

Vietnam Napalm. Kim Phuc 8 June 1972